- βιονικός
- -ή, -όαυτός που διαθέτει υπεράνθρωπες φυσικές ικανότητες, αποκτημένες με τη βοήθεια της επιστήμης: «Η βιονική γυναίκα» υπήρξε πολύ δημοφιλής τηλεοπτική σειρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.